Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συνθλίβεται ανάμεσα σε δύο τεκτονικές πλάκες: την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, που συγκροτεί η εφαρμογή του τρίτου και σκληρότερου Μνημονίου. Του Μνημονίου της Αριστεράς. Και την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, που συνθέτουν η διαπιστωμένη κυβερνητική ανεπάρκεια και η πλήρης διάλυση του Δημόσιου τομέα.
Το βαρύ κόστος και των δυο καταβάλει ο φορολογούμενος πολίτης: 86 δισ. ευρώ κοστίζουν τα δίδακτρα για την εκμάθηση της τέχνης διακυβέρνησης από τον Α. Τσίπρα και το 60% του εισοδήματος κάθε πολίτη δαπανάται για τις υποβαθμισμένες υπηρεσί ες που του προσφέρει το σημερνό κράτος.
Η Κυβέρνηση έχει απόλυτα συνειδητοποιήσει ότι ακολουθεί πορεία αποδρομής από την εξουσία, μη αναστρέψιμη. Καταφεύγει σε μια απέλπιδα προσπάθεια αλλαγής του πολιτικού σκηνικού. Εντάσσει τα δύο μείζονα θεσμικά ζητήματα της απλής αναλογικής και της Συνταγματικής αναθεώρησης, με αιχμή την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από τους πολίτες, σε μια φτηνή κίνηση τακτικισμού. Με τη μάταιη ελπίδα να μετατοπίσει την προσοχή της κοινής γνώμης από την φορολογική καταιγίδα που επέρχεται και να εξασφαλίσει ρόλο στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
Πριν ένα χρόνο ο Α. Τσίπρας έπαιξε κορώνα – γράμματα την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη. Σήμερα, Τσίπρας, Καμένος, Λεβέντης επιχειρούν να πλήξουν την κυβερνησιμότητα της χώρας. Από κομματική ιδιοτέλεια σπρώχνουν τη χώρα στην πολιτική αστάθεια και την ακυβερνησία και μοιραία στη χρεοκοπία.
Επικαλούνται το γελοίο επιχείρημα ότι τάχα η απλή αναλογική θα δημιουργήσει κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων. Προσποιούνται ότι αγνοούν πως ούτε η βαθιά κρίση, που βιώνει η χώρα, στα όρια εθνικής καταστροφής, δεν δημιούργησε συνθήκες συνεννόησης και συνεργασίας. Αντίθετα οδήγησε στον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και τον πολλαπλασιασμό ηγετίσκων και αυτόκλητων σωτήρων.
Η επιχειρηματολογία υπέρ της απλής αναλογικής, όχι μόνο αγνοεί τα αρνητικά ιστορικά προηγούμενα της Ελληνικής πολιτικής ζωής, αλλά και της διεθνούς εμπειρίας. Η Ιταλία, με μια ισχυρή και αποτελεσματική κρατική μηχανή μαστίζεται από έλλειψη κυβερνητικής σταθερότητας. Γι’ αυτό όχι μόνο εγκατέλειψε τα αναλογικά εκλογικά συστήματα, αλλά ο Ματέο Ρέντσι καθιερώνει και το bonus υπέρ του πρώτου κόμματος.
Οι πάντες σήμερα συνομολογούν ότι το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό. Τρία είναι τα συμπτώματα της πολιτικής παθογένειας. Η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού. Το μέγεθος της πολιτικής ηγεσίας είναι δραματικά κατώτερο από το μέγεθος των προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει.
Η διαπλοκή με οικονομικά και συντεχνιακά – συνδικαλιστικά συμφέροντα. Η εκτεταμένη διαφθορά. Και τα τρία συμπτώματα έχουν τη ρίζα τους στο κομματικό σύστημα και το σταυρό προτίμησης. Τα κόμματα έχουν εκφυλιστεί σε πελατειακά δίκτυα με κύριο στόχο τη νομή εξουσίας. Το σύστημα 4 – 4 – 2 κατανομής των διορισμών στο δημόσιο της προηγούμενης συγκυβέρνησης (Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) και 4 – 1 της σημερινής (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ) το επιβεβαιώνουν.
Ο σταυρός προτίμησης, με την οριζόντια επικράτηση του λαϊκισμού σε επίπεδο κομμάτων και υποψηφίων, με την «ευγενική χορηγία» των media, εξοστράκισαν από την πολιτική σκηνή κάθε σοβαρό και υπεύθυνο πολιτικό. Την παρέδωσαν σε τηλεπερσόνες, προϊόντα κομματικών μηχανισμών, σε διασκεδαστές και τσαρλατάνους.
Εδώ και χρόνια νηφάλιες φωνές, από όλο το πολιτικό φάσμα, επιχειρηματολογούμε για την αναγκαιότητα εφαρμογής του λεγόμενου Γερμανικού εκλογικού συστήματος. Διακόσιοι βουλευτές θα εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες, σε δύο γύρους, και 50 με λίστα και απλή αναλογική. Μόνο έτσι τα κόμματα θα υποχρεωθούν να επιλέγουν τους υποψήφιους με αξιοκρατικά κριτήρια.
Μόνο έτσι θα απομειωθεί η εξάρτηση από τα media και το πολιτικό χρήμα. Σήμερα όλοι παραδέχονται ότι καναλάρχες και οικονομικοί παράγοντες διαθέτουν τις δικές τους κοινοβουλευτικές ομάδες, σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Προκαλεί απορία το γεγονός ότι κανένας ηγέτης και κανένα κόμμα δεν προτείνει το μόνο τρόπο εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΟΓΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ