Την ώρα που «έχει ανάψει» η πολιτική συζήτηση για μειώσεις ΦΠΑ στη χώρα μας, ο ΟΟΣΑ δημοσιοποίησε την Πέμπτη την ετήσια έκθεση για την Ελλάδα και συστήνει στην κυβέρνηση να περιορίσει ή καταργήσει τους χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ, να καταργήσει φοροαπαλλαγές για συνταξιούχους και να αυξήσει τους φόρους σε «ανθυγιεινές» συνήθειες και προϊόντα όπως στον καπνό ή ό,τι περιέχει ζάχαρη, αλάτι κλπ.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για το 2024, κρίνεται αναγκαία η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Συστήνει αναθεώρηση των ειδικών διατάξεων ή εξαιρέσεων στο φορολογικό σύστημα και περιορισμό των φοροαπαλλαγών ή μειωμένων συντελεστών φόρου.
Στο στόχαστρο βάζει, συγκεκριμένα, τις επιδοτήσεις στα καύσιμα, τις φοροαπαλλαγές για συνταξιούχους, τις προσωπικές και οικογενειακές εκπτώσεις στον φόρο εισοδήματος πχ για ιατρική περίθαλψη ή δαπάνες σε επαγγελματίες, τις φορολογικές απαλλαγές για εισοδήματα από ενοίκιο, καθώς και ειδικές διατάξεις για τον ΦΠΑ.
Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ έχει περιοριστεί, αλλά παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Ωστόσο στηρίζεται σε στοιχεία των ετών 2021-2022, καθώς δεν έχουν ανακοινωθεί επισήμως νέα στοιχεία της Κομισιόν που αναμένονται τις επόμενες μέρες και εκτιμάται ότι θα δείξουν δραστική μείωση του «κενού» ΦΠΑ το 2022-2023, λόγω εφαρμογής των νέων μέτρων κατά της φοροδιαφυγής (POS, myDATA κλπ).
Στη βάση αυτή πάντως, υποστηρίζει ότι «το βελτιούμενο αλλά ακόμη χαμηλό επίπεδο συμμόρφωσης συνεχίζει να περιορίζει τα έσοδα, παρά τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στην κατανάλωση. Το 2022, η Ελλάδα επέβαλε τον 7ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ, αλλά η συνεισφορά του ΦΠΑ στα δημόσια έσοδα ήταν στο επίπεδο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ».
Περιγράφοντας το πρόβλημα, στις συστάσεις του προς την Ελλάδα ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι οι πολυάριθμες φορολογικές δαπάνες (δηλαδή μειώσεις ή απαλλαγές φόρου) ιδίως από την ευρία χρήση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, μειώνουν τα δημόσια έσοδα. Η αποδοτικότητά τους είναι χαμηλή και, όπως υπογραμμίζει, «οι μειώσεις ΦΠΑ ευνοούν τα πλουσιότερα νοικοκυριά». Για αυτό προτείνεται «η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών και των απαλλαγών ΦΠΑ», αλλά και η συνολική και τακτική επαναξιολόγηση του οφέλους και του κόστους όλων των υφιστάμενων φορολογικών εκπτώσεων ή απαλλαγών.
«Φόρος λίπους»
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά επίσης ότι η Ελλάδα κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε φόρους «Fat tax» και τονίζει ότι «η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε βλαβερά αγαθά. Οι φόροι κατανάλωσης σε καπνό θα μπορούσαν να αυξηθούν καθώς – όπως πολλές άλλες χώρες της ΕΕ – η Ελλάδα δεν έχει ακόμη εισαγάγει ειδικούς φόρους σε τρόφιμα πλούσια σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι».
Ο ΟΟΣΑ επιχειρηματολογεί λέγοντας πως «το κόστος από το κάπνισμα και τους διατροφικούς κινδύνους στην Ελλάδα είναι υψηλό. Το κάπνισμα συνέβαλε στο 22% των θανάτων το 2019, σε σύγκριση με το 17% στην ΕΕ κατά μέσο όρο. Η επικράτηση του καπνίσματος μεταξύ των 15χρονων είναι πλέον στο επίπεδο του μέσου όρου της ΕΕ, αλλά το κάπνισμα στους ενήλικες παραμένει υψηλό σε διεθνή σύγκριση. Αντίθετα, οι διατροφικοί κίνδυνοι συμβάλλουν λιγότερο στους θανάτους από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά η παχυσαρκία στους νέους αυξήθηκε από το 22% το 2018 στο 28% το 2022 και αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας. Η φορολόγηση του καπνού και των ανθυγιεινών τροφίμων θα μπορούσε να προσανατολίσει τους ανθρώπους σε πιο υγιεινές συμπεριφορές και να αυξήσει τα έσοδα για την αντιμετώπιση των δαπανών υγείας».