Το ελληνικό Δημόσιο εξοντώνει τις επιχειρήσεις εξαιτίας των υψηλών φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και του ασταθούς φορολογικού συστήματος που τροποποιείται διαρκώς.
Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 29η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ στον φετινό Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation που αξιοποιεί στοιχεία του 2018 και παρουσιάζεται από το ΚΕΦίΜ.
Ο δείκτης συνυπολογίζει, μεταξύ άλλων, τις επιδόσεις κάθε χώρας στους εταιρικούς φόρους, στους φόρους ατομικού εισοδήματος, στους καταναλωτικούς φόρους και στους φόρους ακίνητης περιουσίας.
Σε σχέση με το 2017, η Ελλάδα υποχώρησε σε τρεις επιμέρους τομείς του δείκτη: τους εταιρικούς φόρους, τους φόρους επί της ιδιοκτησίας και τη φορολογία της κατανάλωσης.
Συγκεκριμένα και σε ό,τι αφορά την εταιρική φορολόγηση, η οποία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχει τη σημαντικότερη επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση, κατά την τελευταία πενταετία η Ελλάδα έχει υποχωρήσει 10 θέσεις – από την 15η θέση το 2014, σήμερα βρίσκεται στην 25η. Οπως μάλιστα υπογραμμίζεται στη μελέτη, ο συντελεστής της εταιρικής φορολόγησης στην Ελλάδα βρίσκεται στο 29% ή διαφορετικά 5,1 μονάδες πάνω από τον μέσον όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη που φθάνουν το 39,65% (συντελεστές κερδών και μερισμάτων), εξέλιξη που υπονομεύει προφανώς την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Από το 26% που ήταν το 2014 ο συντελεστής εταιρικής φορολόγησης έφθασε το 29%, ενώ ο φόρος στα μερίσματα εκτινάχθηκε από το 10% στο 15%.
Επίσης όπως προκύπτει από την έκθεση, η χώρα μας υποχώρησε έξι θέσεις σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση επί της ιδιοκτησίας και δύο θέσεις στη φορολόγηση της κατανάλωσης, έχοντας έναν από τους υψηλότερους φόρους προστιθέμενης αξίας (24%) μεταξύ των χωρών τον ΟΟΣΑ, υψηλότερο από τον μέσο όρο του οργανισμού κατά 4,9%.