Το πρωί της 6ης Απριλίου του 1941, ώρα 5.30′, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα Έρμπαχτ βρίσκεται στο σπίτι του διαδόχου του Μεταξά, πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή.
Αφού τον ξυπνά του διαβιβάζει τη διακοίνωση, με την οποία η κυβέρνηση του Χίτλερ «εξηγούσε» τους λόγους που την έκαναν να εισβάλει στο ελληνικό έδαφος. Την ίδια ώρα, τη διακοίνωση παραλάμβανε και Έλληνας πρεσβευτής στο Βερολίνο, από εκπρόσωπο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών 2. …
Η εισβολή άρχισε στις 6 Απριλίου 1941, στις 5.15′ το πρωί. Ένα τέταρτο νωρίτερα δηλαδή από τη στιγμή που επιδόθηκε η σχετική διακοίνωση στον Έλληνα πρωθυπουργό. Τα γερμανικά στρατεύματα προσέβαλαν τις ελληνικές θέσεις στη Μακεδονία, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών και ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων…
Ταυτόχρονα με την Ελλάδα η Χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε και στη Γιουγκοσλαβία ή δε επίθεση της και στις δύο χώρες πραγματοποιήθηκε με τρομακτική σφοδρότητα. Η γιουγκοσλαβική αντίσταση κατέρρευσε ταχύτατα και μεγάλα τμήματα του στρατού της γειτονικής χώρας υποχωρούσαν στο ελληνικό έδαφος. Αντίθετα, ο ελληνικός στρατός στα οχυρά παρουσίαζε μια ανέλπιστη αντίσταση απέναντι σ” έναν εχθρό απείρως ισχυρότερο. Κι αυτή η αντίσταση αποκτάει ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψιν ότι τόσο στο μέτωπο, όσο και στην Αθήνα – και στους στρατιωτικούς και στους πολιτικούς κύκλους- ήταν φανερή μια διάθεση για γρήγορη συνθηκολόγηση και παράδοση της χώρας στους Γερμανούς εισβολείς. Στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα συνθηκολογήσει το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας.
Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η κατάληψη της Βέροιας και λίγο αργότερα της Κατερίνης, της Κοζάνης και της Καστοριάς με αποτέλεσμα και η υποχώρηση του κυρίου όγκου των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Αλβανία να παίρνει τα χαρακτηριστικά της φυγής.
Η υπογραφή της συνθηκολόγησης από τον Τσολάκογλου
Στις 20 Απριλίου ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού Γ. Τσολάκογλου, σε συνεννόηση με άλλους δύο σωματάρχες, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο, καταργεί τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ι. Πιτσίκα, αναλαμβάνει ο ίδιος διοικητής της στρατιάς και υπογράφει πρωτόκολλο ανακωχής με τους Γερμανούς.
Τρεις μέρες αργότερα ο Τσολάκογλου θα υπογράψει στη Θεσσαλονίκη το οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού, όχι μόνο με τους Γερμανούς, αλλά και με τους Ιταλούς, τους οποίους βεβαίως είχε νικήσει στο αλβανικό μέτωπο.
Η φυγή της ελληνικής κυβέρνησης
Τη μέρα που ο Τσολάκογλου υπέγραφε την οριστική συνθηκολόγηση του στρατού ο Βασιλιάς Γεώργιος με τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό (o Κορυζής είχε αυτοκτονήσει λίγες μέρες νωρίτερα), τον πρίγκιπα Πέτρο και τον Άγγλο πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλαιρετ εγκατέλειπαν την Ελλάδα με ένα υδροπλάνο «Σάντερλαντ».
Δυο μέρες πριν, στις 21 Απριλίου, έφυγε το ζεύγος των διαδόχων Παύλος και Φρειδερίκη, ενώ τη νύχτα 22 με 23 Απριλίου με τα αντιτορπιλικά «Β. Ολγα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» αναχώρησαν, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ναύαρχος Σακελλαρίου «άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες- και τας αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. Ο Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός ανεχώρησαν αεροπορικώς περί τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, αφού αφήκαν και από μίαν προκήρυξιν προς τον Λαόν διά να του εξηγήσουν την προς την Κρήτην απομάκρυσίν των. Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του «Βασίλισσα Ολγα», του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς».
Παρόμοια εικόνα με τον Σακελλαρίου δίνει και ο έφεδρος πλοίαρχος Ν. Δ. Πετρόπουλος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: «Μου έκανε εντύπωσι και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα: Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι- όχι πρώτης νεότητος- που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω με κατέλαβε αηδία από το γεγονός, ότι δε διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και στα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας… να… συνεχίσουν και εκτός της Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού».